- φανταστικοῦ
- φανταστικόςone who makes a parademasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αραμπάλ, Φερνάντο — (Fernando Arrabal, Μελίγια 1932 –). Ισπανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα σφραγίζονται από μια ατμόσφαιρα έντονης φρίκης, όπως συμβαίνει και στο πρώιμο θέατρο του Ανταμόβ, και κυριαρχούνται από χαρακτήρες με μια… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μορμόνος — ο συν. στον πληθ. οι Μορμόνοι οι πιστοί τής θρησκευτικής κίνησης τού μορμονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μormon, όν. φανταστικού προφήτη] … Dictionary of Greek
Σκοροδομάχοι — οἱ, Α (κωμική προσωνυμία ενός φανταστικού λαού) αυτοί που μάχονται με σκόρδα αντί για πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + μάχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek
ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
αντικατοπτρισμός — Ονομασία διαφόρων οπτικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι υπό καθορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες οι φωτεινές ακτίνες παθαίνουν μια καμπύλωση, εξαιτίας της οποίας φτάνουν στο μάτι δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου. Ο α. οφείλεται… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μεσημβρία — I Αρχαία πόλη στη θρακική παραλία του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για τη βορειότερη από τις ελληνικές αποικίες, χτισμένη σε φυσικά οχυρή χερσόνησο με ασφαλισμένο λιμάνι, το οποίο της προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη ναυτική και… … Dictionary of Greek
μορμονισμός — ο εκκλ. η θρησκευτική κίνηση τών Μορμόνων, η οποία οργανώθηκε από τον Ιωσήφ Σμιθ το 1830 στις ΗΠΑ και διαδόθηκε προοδευτικά στον Καναδά, στη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία και η οποία πρεσβεύει ότι η πραγματική ανεξαρτησία… … Dictionary of Greek